Χαλκίδα
Ιερό Αυλίδειας Αρτέμιδος
Βρίσκεται μεταξύ Αυλίδας και Χαλκίδας στη βοιωτική ακτή. Η Αυλίδα είναι γνωστή από τον Τρωικό Πόλεμο και τη θυσία της Ιφιγένειας. Στην Αυλίδα είχε μαζευτεί ο ελληνικός στόλος πριν αναχωρήσει για την Τροία. Ο χώρος που έχει αποκαλυφτεί στην Αυλίδα είναι ο τόπος λατρείας της Αρτέμιδας όπου βρίσκεται το ιερό της θεάς. Η φάση ακμής του ιερού διήρκεσε από την κλασική μέχρι και τη ρωμαϊκή περίοδο.
Η ευρύτερη περιοχή κατοικείται ήδη από τα μυκηναϊκά χρόνια (16ος – 12ος αι. π.Χ.), η ομηρική όμως Αυλίδα πιστεύεται ότι βρίσκεται βορειότερα, στη θέση Γλύφα, κοντά στη Χαλκίδα. Τη συνεχή χρήση του χώρου πιστοποιεί η εύρεση τμήματος αψιδωτού κτίσματος των γεωμετρικών χρόνων (10ος – 8ος αι. π.Χ.) κάτω από το ναό της Αρτέμιδας του 5ου αι. π.Χ.
Την ίδια εποχή κατασκευάζεται η Ιερή Κρήνη. Στα ελληνιστικά χρόνια (330 – 30 π.Χ.) προστίθεται ο πρόναος στο ναό και κτίζεται συγκρότημα εργαστηρίων και ένας ξενώνας νοτιότερα. Στα αυτοκρατορικά χρόνια (30 π.Χ. – 330 μ.Χ.) ο ναός επισκευάζεται, ενώ το πλήθος των αναθημάτων δείχνει την άνθιση της λατρείας.
Το ιερό καταστράφηκε κατά τις επιδρομές των Γότθων του Αλάριχου το 396 μ.Χ. Αργότερα, στη θέση του ναού ιδρύθηκαν λουτρικές εγκαταστάσεις (θέρμες).
Η Αυλίδα δεν αποτέλεσε ποτέ μια πόλη. Θεωρούνταν τμήμα της θηβαϊκής επαρχίας μέχρι το 387 π.Χ. Από τότε ανήκε εδαφικά στην Τανάγρα. Ο Σπαρτιάτης βασιλιάς, Αγησίλαος, “ως νέος Αγαμέμνονας”, θυσίασε στο ιερό της Αυλιδείας Αρτέμιδας, προτού ξεκινήσει για την Ασία το 397 π.Χ. Παρατηρείται λοιπόν αδιάλειπτη κατοίκηση του χώρου από τα μυκηναϊκά μέχρι και τα ρωμαϊκά χρόνια. Η Αυλίδα κατόρθωσε να επιζήσει κυρίως χάρη στην ύπαρξη του ιερού της Άρτεμης και στα κεραμικά εργαστήρια. Αναφορά στο ιερό της Αυλιδείας Αρτέμιδας γίνεται στο Στράβωνα (9,2,8) και στον Παυσανία (9,19,6 κε.).
Μάνικα, βόρεια της Χαλκίδας, στην Έξω Παναγίτσα.
Πρόκειται για έναν σημαντικό προϊστορικό οικισμό και το νεκροταφείο της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού (3000-1900 π.Χ.) που βρίσκεται σε εύφορο και στρατηγικό σημείο του Ευβοϊκού κόλπου, κοντά στη Χαλκίδα. Είναι αναμφισβήτητο ότι ο οικισμός της Μάνικας ήταν μια ολόκληρη πόλη αν και όχι τόσο πυκνά δομημένη, αφού διαπιστώθηκε ανασκαφικά ότι υπήρχαν και αρκετοί ακάλυπτοι χώροι. Η μεγάλη ακμή του οικισμού πρέπει να οφείλεται στο ότι έλεγχε την κυριότερη θαλάσσια οδό επικοινωνίας της εποχής εκείνης, τον Ευβοϊκό κόλπο, ενώ διακινούσε και κατεργαζόταν τον οψιανό και κυρίως τα μέταλλα, στα οποία ώφειλε και τη μεγαλύτερή του ανάπτυξη. Από τον J. Davis χαρακτηρίστηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους οικισμούς της εποχής της Χαλκοκρατίας στην Ελλάδα, αν όμως εξετάσει κανείς βαθύτερα τα πράγματα θα διαπιστώσει ότι μέχρι σήμερα δεν έχει βρεθεί άλλος μεγαλύτερος σε έκταση. Δεν επιδέχεται επίσης αμφισβήτηση ότι η πόλη αυτή είχε ένα αρκετά κανονικό πολεοδομικό σχέδιο, επειδή και στα πιο απομακρυσμένα σημεία συναντάται ο προσανατολισμός των σπιτιών με διεύθυνση Β-Ν ή Α-Δ. Ο προσανατολισμός αυτός φαίνεται ότι επηρεαζοταν από τους δύο φυσικούς άξονες, την ακτή και τον αρχαίο δρόμο που έβαιναν παράλληλα με κατεύθυνση Β – Ν.
Τα πρώτα ίχνη κατοίκησης της πόλης συναντώνται ήδη από την παλαιολιθική περίοδο, αλλά ο πρώτος σημαντικός οικισμός της που μπορεί να χαρακτηριστεί ως πόλισμα έγινε γύρω στο 3000 π.Χ. κατά την αρχή της Νεολιθικής Περιόδου. Η πρώτη αυτή πόλη της Χαλκίδας βρισκόταν στις βόρειες παρυφές της σημερινής στην περιοχή της Μάνικας. Η πρώτη αυτή πόλη θα ζήσει για μια χιλιετία και όπως προέκυψε από τις αρχαιολογικές ανασκαφές ήταν μια καλά οργανωμένη πόλη με μεγάλα οικοδομικά τετράγωνα, οδικές αρτηρίες και οικίες που ήταν αψιδωτές ή τετράγωνες ισόγειες ή με όροφο, ενώ διέθεταν και με ιερό, εστία, πηγάδια και βοτσαλωτά δάπεδα. Στην πορεία οι άλλοι οικισμοί που αναπτύσσονται γύρω από αυτήν φαίνεται πως υποδηλώνουν τη γενικότερη ακμή που παρουσιάζεται με τη μόνιμη κατοίκηση και έτσι αποκτά και τους πρώτους της ανταγωνιστές.
Ρωμαϊκή παλαίστρα
στην οδό Αρεθούσης και σε επαφή με τη δυτική πλευρά του εργοστασίου ΔΑΡΙΓΚ.
Ελληνιστικό νεκροταφείο Αγίου Στεφάνου.
Έχει ανασκαφεί μεγάλο νεκροταφείο της Ελληνιστικής Χαλκίδας, το οποίο εκτεινόταν παράλληλα με τον αρχαίο δρόμο που οδηγούσε στην Ερέτρια. Σώζονται λαξευτοί τάφοι και βαθμίδες αρχαίας κλίμακας που οδηγούσε στην κορυφή, στην αρχαία Ακρόπολη της Χαλκίδας.
Η Πηγή της Αρέθουσας
στη νότια έξοδο της Χαλκίδας, στην περιοχή του Αγίου Στεφάνου.
Ερέτρια
Στην εύφορη πεδιάδα νοτιοδυτικά της Χαλκίδας και απέναντι από τον αττικό Ωρωπό, βρίσκεται η Ερέτρια, η «κωπηλάτις πόλις» των αρχαίων (αφού το όνομά της προέρχεται από το ρήμα ερέττω, δηλαδή κωπηλατώ). Η Ερέτρια ήταν σπουδαία ναυτική δύναμη της Ελλάδας ήδη από τον 8ο αι. π.Χ., με πολλές αποικίες στις ακτές του Αιγαίου, στα νησιά και στη Μεγάλη Ελλάδα.
Τα ευρήματα των μυκηναϊκών χρόνων υποδεικνύουν το υψηλό βιοτικό επίπεδο των κατοίκων, που επιβεβαιώνεται και από την αναφορά των Ερετριέων στον κατάλογο νηών του Ομήρου.
Από τον 8ο αι. π.Χ. η Ερέτρια άρχισε να αποκτά αστικό χαρακτήρα. Η Ερέτρια συμμετείχε ενεργά στους Ελληνικούς αποικισμούς, ιδρύοντας αποικίες και εξελίχθηκε σε σημαντικό εμπορικό κέντρο, που είχε επαφές με την ανατολική Μεσόγειο.
Αυτή η επέκταση της Ερέτριας ανησύχησε τη Χαλκίδα, και οδήγησε τις δύο πόλεις στο γνωστό Ληλάντιο πόλεμο. Παρά την κακή έκβαση του Ληλαντίου πολέμου, η άνθηση της πόλης συνεχίσθηκε και στην αρχαϊκή περίοδο. Το 494 π.Χ. βοήθησε τη Μίλητο στην εξέγερσή της εναντίον των Περσών, γεγονός που οδήγησε στην καταστροφή της τέσσερα χρόνια αργότερα, το 490 π.Χ.
Στην Ερέτρια έζησαν ο ζωγράφος Φιλόξενος, που φιλοτέχνησε τον ζωγραφικό πίνακα με τη μάχη της Ισσού, ο τραγικός ποιητής Αχαιός, ο φιλόσοφος Μενέδημος, ιδρυτής της Ερετριακής Σχολής. Οι Ρωμαίοι κατέστρεψαν την πόλη, που εγκαταλείφθηκε και σταδιακά ερημώθηκε.
Αρχαιολογικό Μουσείο Ερέτριας. Εξέχουσα θέση στα εκθέματά του κατέχουν τα γλυπτά του ναού του Δαφνηφόρου Απόλλωνα, και ιδιαίτερα το σύμπλεγμα του Θησέα με την αμαζόνα Αντιόπη.
Αρχαίο θέατρο Ερέτριας.
Θόλος Ερέτριας.
Μακεδονικός τάφος των Ερώτων.
Ναός Δαφνηφόρου Απόλλωνα.
Ναός της Ίσιδας.
Οικία των ψηφιδωτών.
Λουτρά στην περιοχή του Λιμανιού, 3ος αιώνας π.Χ.
Κάτω Γυμνάσιο, στη νοτιοανατολική πλευρά της πόλης, 4ος αιώνας π.Χ.
Αρχαιολογικός χώρος Βόρεια του Μουσείου: Δυτική Πύλη πρώιμη αρχαϊκή περίοδος, Ιερό Άρεως 2ος αιώνας π.Χ., Ανάκτορο 5ος αιώνας π.Χ., Ναός Διονύσου 4ος αιώνας π.Χ., Άνω Γυμνάσιο 4ος αιώνας π.Χ., Θεσμοφόριο (ιερό Δήμητρας) 3ος αιώνας π.Χ.
Τάφος Μακεδονικού τύπου στο Κοτρώνι.
Ανασκαφή παλαιοχριστιανικής Βασιλικής στη θέση Αγία Κυριακή, 3 χλμ ΝΑ της πόλης.
Κεντρική Εύβοια
Λευκαντί
Το Λευκαντί βρίσκεται μεταξύ Χαλκίδας και Ερέτριας. Η αρχαιολογική έρευνα στην αρχαία Ξερόπολη έδωσε σπουδαίες πληροφορίες για τους λεγομένους Σκοτεινούς Χρόνους.
Ηρώο Τούμπας Λευκαντίου, αποτελεί το μεγαλύτερο μνημειακό οικοδόμημα της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου, που έχει ανακαλυφθεί στον ελληνικό κόσμο.
Στον οικισμό της Ξερόπολης έχουν διαπιστωθεί επάλληλες οικιστικές φάσεις, από τις οποίες η αρχαιότερη χρονολογείται στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού.
Στο λόφο που ονομάζεται Τούμπα αποκαλύφθηκε ένα αψιδωτό κτίσμα, το οποίο έχει περίπου 47 μ. μήκος και 10 μ. πλάτος. Πρόκειται για το γνωστό Ηρώο του Λευκαντίου, το οποίο κατασκευάσθηκε πιθανόν στο α΄ μισό του 10ου αι. π.Χ. και αποτελεί το μεγαλύτερο μνημειακό οικοδόμημα της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου, που έχει ανακαλυφθεί στον ελληνικό κόσμο. Το κτήριο διέθετε εξωτερική ξύλινη κιονοστοιχία. Στο εσωτερικό του, στο κεντρικό δωμάτιο, βρέθηκαν δύο ταφές ηγεμονικού χαρακτήρα, ενός άνδρα και μίας γυναίκας, που συνοδεύονταν από πλούσια κτερίσματα, ορισμένα από τα οποία είχαν εισαχθεί από την Ανατολή, καθώς και ταφές αλόγων. Το κτίσμα αυτό ερμηνεύεται ως οικία ηγεμόνα-τοπάρχη, η οποία μετά το θάνατό του μετατράπηκε σε ηρώο και καλύφθηκε από τύμβο.
Στους διπλανούς λόφους έχουν αποκαλυφθεί τα νεκροταφεία του οικισμού, η έρευνα των οποίων απέδωσε σημαντικό αριθμό ταφών (179 τάφοι και 93 καύσεις νεκρών). Τα νεκροταφεία της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου απέδωσαν πλούσια κτερίσματα, χρυσά κοσμήματα και είδη πολυτελείας από την Ανατολή. Η αρχαιολογική έρευνα έδειξε ότι οι τάφοι ανήκαν σε κοινότητα με υψηλό βιοτικό επίπεδο. Οι πιο πλούσιες ταφές ανήκαν σε πολεμιστές, που θάβονταν με τα όπλα τους και με πολύτιμα αντικείμενα προερχόμενα από την Ανατολή. Τα όπλα ήταν συνήθως από σίδηρο, καθώς η νέα αυτή τεχνολογία είχε φθάσει στο Αιγαίο πιθανόν από την Κύπρο γύρω στο 1000 π.Χ. Χρυσά κοσμήματα τοποθετούνταν σε γυναικείες ταφές, από τις οποίες δεν έλειπαν σκουλαρίκια και δακτυλίδια. Από τα εισηγμένα αντικείμενα ξεχωριστή θέση κατείχαν τα αγγεία από φαγεντιανή και χαλκό.
Βάρκα Ψαχνών. Γήλοφος εντός του υγροτόπου του Κολοβρέχτη, όπου εντοπίστηκαν παραθαλάσσιος οικισμός της νεότερης νεολιθικής και ίχνη κατοίκησης της μυκηναϊκής εποχής.
Η Αμάρυνθος είναι φυσικό λιμάνι στο νότιο Ευβοϊκό κόλπο που κατοικήθηκε καθ΄όλη την προϊστορική και κλασική περίοδο έως τα ρωμαϊκά χρόνια (3000 π.Χ – 1ος αι. μ.Χ.). Το τοπωνύμιο της Αμαρύνθου αναφέρεται στις πινακίδες της Γραμμικής Β γραφής.
Σημεία ενδιαφέροντος στην ευρύτερη περιοχή της Αμαρύνθου είναι:
Παλαιόχωρα και Γυμνό, μαρτυρίες νεολιθικής ανθρώπινης δραστηριότητας.
Πρόσοψη τάφου Μακεδονικού τύπουστο δρόμο για Άνω Βάθεια.
Ρωμαϊκές θέρμες Αλιβερίου. Η αρχαία λουτρική εγκατάσταση, που αποκαλύφθηκε στο χώρο του Ατμοηλεκτρικού Εργοστασίου στον Κάραβο Αλιβερίου, αποτελεί ενδιαφέρον μνημείο των ύστερων ρωμαϊκών χρόνων.
Μυκηναϊκός θολωτός τάφος Κατακαλού. Αποτελεί τον καλύτερα διατηρημένο μυκηναϊκό θολωτό τάφο στην Εύβοια. Βρίσκεται περίπου δύο χιλιόμετρα βόρεια του ομώνυμου οικισμού.
Κάστρο-Καστροπολιτεία La Cuppa στην τοποθεσία Δραγωνέρα πάνω από τη Βρύση. Δεσπόζει στην είσοδο του φαραγγιού του Μανικιάτη και είναι κτισμένο πάνω σε ερείπια ελληνιστικής οχύρωσης.
Σπήλαιο Σκοτεινή Θαρρουνίων. Tα παλαιότερα ευρήματα από το εσωτερικό του σπηλαίου χρονολογούνται στην αρχαιότερη νεολιθική περίοδο. Κοντά στο σπήλαιο ανασκάφηκε νεολιθικός οικισμός και νεκροταφείο.
Βιγλατούρι Οξυλίθου. Στην ευρύτερη περιοχή της σύγχρονης Κύμης, στο λόφο Βιγλατούρι Οξυλίθου, σε απόσταση τριών χιλιομέτρων από τη θάλασσα, έχουν αποκαλυφθεί τα ερείπια της αρχαίας Κύμης.
Βιγλατούρι – η αρχαία Κύμη
Η αρχαία πόλη που έχει ανακαλύψει στο Βιγλατούρι Κύμης η αρχαιολόγος και ανασκαφέας Έφη Σαπουνά – Σακελλαράκη, και η οποία ταυτίζεται με την αρχαία Κύμη, είναι πιθανόν η πατρίδα του λατινικού αλφαβήτου. Τα αρχαιολογικά ευρήματα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το ιδιότυποι «χαλκιδικό» αλφάβητο, στο οποίο το Σ γραφόταν ως C, το Δ ως D, το Ξ ως Χ, το Ρ ως R και το Υ ως U, εξήχθη από τους Ευβοείς αποίκους στην Ιταλία, για να αποτελέσει αργότερα το λατινικό αλφάβητο.
Η Έφη Σαπουνά – Σακελλαράκη είχε δημοσιεύσει το 1984 άρθρο της στην Αρχαιολογική εφημερίδα, στο οποίο υποστήριζε ότι όντως υπήρχε η αρχαία ελληνική πόλη Κύμη -που αναφερόταν από αρχαίους συγγραφείς ως μητρόπολη της ιταλικής Κύμης- παρά τη σχετική επιστημονική διχογνωμία, καθώς μέχρι τότε δεν είχε βρεθεί κανένα αντίστοιχο αρχαιολογικό εύρημα.
Περιγραφή:
Ο αρχαιολογικός χώρος της Κύμης βρίσκεται σε απόσταση τριών χιλιομέτρων από τη θάλασσα, στο λόφο Βιγλατούρι. Εδώ αποκαλύφθηκε ένας ολόκληρος οικισμός της προϊστορικής και γεωμετρικής περιόδου με σπίτια, ιερά, πλατείες, δρόμους και τάφους. Τα ερείπια που είναι ορατά και καλύπτουν όλες τις πλαγιές του λόφου, ανήκουν κυρίως στον οικισμό των γεωμετρικών χρόνων, του οποίου η έκταση δεν έχει ακόμη διαπιστωθεί στο σύνολό της.
Έχουν αποκαλυφθεί ορθογώνια και αψιδωτά οικοδομήματα, λιθόστρωτοι δρόμοι, κατασκευασμένοι από μικρές πέτρες, βότσαλα και πατημένα όστρακα, καθώς και μικρό τμήμα του τείχους στους πρόποδες του λόφου. Στον κεντρικό πυρήνα του οικισμού υπήρχε πλατεία και ένα ωοειδές λιθόκτιστο κτήριο, το ιερό, που βρέθηκε ασύλητο και έχει δώσει πλούσια κεραμική, η οποία ανάγεται χρονολογικά στα μέσα του 8ου αι. π.Χ. Η αψίδα του ήταν η πρώτη που ήλθε στο φως κατά την ανασκαφή του 1984. Το κτήριο αυτό μπορεί να ερμηνευθεί ως ιερό-ηρώο, σύμφωνα με τη γνώμη της αρχαιολόγου Έ. Σαπουνά-Σακελλαράκη. Αντίστοιχα παραδείγματα ωοειδών κτισμάτων αυτής της περιόδου είναι γνωστά και από την Εύβοια (στο Λευκαντί, όπου τελούνταν και θρησκευτικές εορτές προς τιμήν των νεκρών), αλλά και εκτός της Εύβοιας, στη Σμύρνη και στο Αρείο. Η υπόθεση για τη λειτουργία του κτηρίου ισχυροποιείται και από την ύπαρξη του παράπλευρου πλακόστρωτου χώρου, ο οποίος ήταν θεμελιωμένος πάνω σε πρωτογεωμετρικούς τάφους. Στα ανατολικά του ελεύθερου πλακόστρωτου χώρου αποκαλύφθηκε μία κίστη με πολλά οστά ζώων, η οποία αποτελούσε πιθανόν ένα είδος εσχάρας, όπου γίνονταν οι θυσίες. Το σχήμα αυτό του βωμού είναι γνωστό στην Ανατολή αλλά και στις Κυκλάδες. Ο ιερός χώρος, που σύμφωνα με την κεραμική που βρέθηκε εκεί, άκμασε από τα μέσα του 8ου αι. π.Χ. και καταστράφηκε γύρω στο 700 π.Χ., θεωρείται ότι χρησίμευσε ως τόπος λατρείας ευγενών, οι οποίοι ταξίδεψαν και χάθηκαν μακριά από την πατρίδα τους.
Κάτω από τα ερείπια του γεωμετρικού οικισμού σώζονται σημαντικά λείψανα παλαιότερων οικιστικών φάσεων, που φθάνουν μέχρι τη νεολιθική περίοδο. Από τον οικισμό της προϊστορικής εποχής ξεχωρίζουν κτήρια με βιοτεχνικές εγκαταστάσεις (κεραμικοί κλίβανοι της μεσοελλαδικής περιόδου) και το λεγόμενο «μέγαρο» των μυκηναϊκών χρόνων, κάτω από το μεταγενέστερο ηρώο.
Καστρί Ποταμίας. Στο λόφο Καστρί, που υψώνεται βόρεια της κοινότητας Ποταμιάς Εύβοιας, σώζονται τα ερείπια σημαντικού οικισμού, που αναπτύχθηκε στους κλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους.
Νότια Εύβοια
Αρχάμπολη. Στην περιοχή του Καφηρέα, ανάμεσα στα χωριά Θύμι και Ευαγγελισμός βρίσκεται η χαράδρα της Χαρχάμπολης ή Αρχάμπολης, ένα εντυπωσιακό, αλλά άγριο τοπίο. Στον αρχαιολογικό χώρο της Αρχάμπολης σώζονται τα ερείπια οργανωμένου οικιστικού συνόλου, που περιλαμβάνει οικίες, εργαστήρια μεταλλουργίας, δρόμους και οχυρωματικά έργα. Τα αρχαία κατάλοιπα βρίσκονται σε διάφορες κοντινές θέσεις στη χαράδρα της Χαρχάμπολης ή Αρχάμπολης στην περιοχή του Καφηρέα.
Στο Κάστρο της Φυλάγρας, κοντά στο χωριό Γιαννίτσι οδηγεί αρχαίο μονοπάτι, αλλά και νεότερος δρόμος κοντά στα σωζόμενα τμήματα του τοίχους.
Στην περιοχή των Στύρων έχει μεγάλο ενδιαφέρον η πεζοπορική διαδρομή που οδηγεί στα Αρχαία Λατομεία Στυρίας Λίθου. Στην κορυφή του λόφου που δεσπόζει πάνω από τα Στύρα είναι επισκέψιμος ο ερειπιώνας Κυκλώπειου Τείχους, όπου και η μεγαλιθική Πύλη Αρμένων.
Δρακόσπιτα της Νότιας Εύβοιας
Ευρύτερα γνωστά αρχαία μνημεία της Καρυστίας είναι τα Δρακόσπιτα. Αποτελούν μία ομάδα εικοσιτριών λίθινων μνημειακών κατασκευών, τετράγωνης ή κυρίως ορθογώνιας κάτοψης. Καλύτερα σωζόμενα είναι το Δρακόσπιτο στην κορυφή του όρους Όχη και το συγκρότημα από τρία Δρακόσπιτα στη θέση Πάλλη-Λάκκα στα Στύρα. Άλλα Δρακόσπιτα έχουν εντοπισθεί στις ορεινές περιοχές γύρω από τα Στύρα (θέσεις Λιμικό, Ίλκιζες, Κούρθεα, Αμινού), αλλά και χαμηλότερα στο Νημποριό (Πύργος Νημποριού), στη θέση Βίγκλια στη Λεύκα Νέων Στύρων και αλλού. Το κτίριο στο Νημποριό αποτελεί έναν τυπικό πύργο ελληνιστικών χρόνων και συσχετίζεται με τα παρακείμενα αρχαία λατομεία. Δύο Δρακόσπιτα έχουν επίσης εντοπισθεί στην Κεντρική Εύβοια, στο όρος Δίρφυς και κοντά στο Βατώντα Νέας Αρτάκης.
Κοινά χαρακτηριστικά τους αποτελούν η εποπτική θέση, στην οποία έχουν κατασκευασθεί, οι κατασκευαστικές λεπτομέρειες της μεγαλιθικής τοιχοποιίας και της εισόδου τους και κυρίως ο τρόπος στέγασης τους κατά το εκφορικό σύστημα: μεγάλες βαριές πλάκες σχιστόλιθου συγκλίνουν σε στρώσεις από δύο αντικρινούς τοίχους. Η κάθε στρώση πλακών εξέχει λίγο περισσότερο από την αμέσως κατώτερη της, έτσι ώστε να επιτευχθεί η δημιουργία μίας πυραμιδωτής στέγης. Οι διαστάσεις των δρακόσπιτων κυμαίνονται περίπου από 5 ως 13 μ.
Οι ντόπιοι τα ονομάζουν Ντραγκό ή Δραγκό και αναφέρονται απόλυτα στον τρόπο δομής τους με γκριζωπούς ασβεστόλιθους, μεγάλων συνήθως διαστάσεων, κτισμένους με τόλμη και γνώση.
Καστρί Δύστου. Στον επιβλητικό, βραχώδη και απόκρημνο κωνικό λόφο Καστρί, που δεσπόζει στην πεδιάδα κοντά στη λίμνη του Δύστου, ιδρύθηκε στην αρχαιότητα ο ομώνυμος οικισμός. Στον αρχαιολογικό χώρο του Δύστου δεσπόζει ακόμη το επιβλητικό τείχος της αρχαίας πόλης. Στο ανατολικό σκέλος του τείχους δεσπόζει η μοναδική πύλη που πλαισιώνεται από δύο πύργους, χαρακτηριστικό δείγμα οχυρωματικής τεχνικής των κλασικών χρόνων.
Ενετικός Πύργος Κουτουμουλά. Καλά διατηρημένος ενετικός πύργος σε περίοπτο σημείο κοντά στο χωριό Κουτουμουλά.
Βόρεια Εύβοια
Ιερό Αρτέμιδας Προσηώας. Ένα από τα σημαντικά ιερά της Εύβοιας, το οποίο συνέδεσε την ιστορία του με τη ναυμαχία του Αρτεμισίου, είναι αυτό της Αρτέμιδας Προσηώας. Βρίσκεται στο χαμηλό λόφο του Αγίου Γεωργίου στο Πευκί, αμέσως νότια του δρόμου που οδηγεί από την Ιστιαία στα χωριά του Αρτεμισίου και στη Χαλκίδα. Επιγραφή που βρέθηκε στο ιερό και χρονολογείται στο 4ο ή 3ο αι. π.Χ. αναφέρεται στον πυρρίχιο χορό. Η θεά Άρτεμις ονομάζεται αγροτέρα και προς τιμή της γινόταν ο πυρρίχιος χορός. Είναι πιθανό ο χορός να εκτελούνταν από νέους της περιοχής σε ανάμνηση της ναυμαχίας και με τον τρόπο αυτό συνδέεται η λατρεία της θεάς με αυτή.
Ταύρος Ωρεών.
Αρχαιολογική Συλλογή Αιδηψού. Στεγάζεται στο Υδροθεραπευτήριο του ΕΟΤ, στα Λουτρά Αιδηψού. Εκτίθενται κεραμική, νομίσματα, ενεπίγραφα βάθρα αγαλμάτων και ανάγλυφα προερχόμενα από τις σωστικές ανασκαφές στην πόλη. Τα εκθέματα στην πλειονότητά τους σχετίζονται με τη λουτροθεραπεία κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο.
Ρωμαϊκά Βαλανεία–Λουτρά Σύλλα στα Λουτρά Αιδηψού.
Ρωμαϊκά Βαλανείαστην παραλία των Γιάλτρων.
Tα ερείπια από την αρχαία ακρόπολη Ωρεών (ορατά τμήματα του τείχους).
Κάστρο των Βυζαντινών και Μεσαιωνικών χρόνων στους Ωρεούς.
Πύργος Δροσίνη στις Γούβες.
Οχύρωση Αρχαίας Κηρίνθου.
Σκύρος
Η αρχαία Ακρόπολις, βρίσκεται στην κορυφή του βουνού της χώρας. Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους μετετράπη σε Κάστρο, όπου σώζονται ακόμη αρχαία τείχη και ερείπια βυζαντινών και ενετικών οχυρωμάτων.
Παλαμάρι Σκύρου. Ο οικισμός στη θέση Παλαμάρι, στο βορειοανατολικό μέρος του νησιού, τοποθετείται χρονολογικά μεταξύ της τρίτης και δεύτερης χιλιετίας π.Χ. Είναι περιτοιχισμένος με σαφές πολεοδομικό σχέδιο, δρόμους και αγωγούς και παρουσιάζει σημαντικά στοιχεία οργανωμένης κατοίκησης με φούρνους, εστίες, πεζούλια κλπ.
Στα παράλια του οικισμού βρέθηκαν ερείπια αρχαίου λιμανιού, ενώ στον οικισμό και τη γύρω περιοχή βρέθηκαν πολλά λίθινα, οστέινα και μεταλλικά εργαλεία και σκεύη, καθώς και αγγεία που εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Σκύρου.
Μαγαζιά Σκύρου. Mεγάλων διαστάσεων νεκροταφείο κιβωτιόσχημων τάφων της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου (1000-600 π.Χ.).
Στην περιοχή και λίγο νοτιότερα βρέθηκαν θαλαμοειδείς τάφοι λαξευμένοι στο βράχο, μυκηναϊκής περιόδου (1600-1100 π.Χ.), ενώ στην περιοχή βρίσκονται και τάφοι της Πρωτοελλαδικής περιόδου (3η χιλιετία π.Χ.).